ενοικειώ

ενοικειώ
ἐνοικειῶ, -όω, (Α) [ενοίκειος]
1. κάνω κάτι οικείο, εισάγω κάτι ως κοινωνικό δεσμό («τὴν ἐπιείκειαν τοῑς ἀνθρώποις ἐνοικειοῡν», Διόδ. Σικ.)
2. παθ. εισδύω, υπεισέρχομαι
3. παθ. είμαι ή γίνομαι συγγενής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενοικείωσις — ἐνοικείωσις, η (Μ) [ενοικειώ] διαμονή σ έναν τόπο, εγκατοίκηση, εγκατάσταση, διαμονή κάπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”